- επαντέλλω
- ἐπαντέλλω (Α)ποιητ. τ. αντί επανατέλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επανατέλλω — (AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω) νεοελλ. επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι μσν. κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά αρχ. 1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.) 2. φυτρώνω 3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής… … Dictionary of Greek